- τελωνισμός
- οη επιβολή ή η πληρωμή τελωνειακού δασμού στα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελωνισμός — ο, Ν το σύνολο τών ενεργειών που πρέπει να αναληφθούν προκειμένου να γίνει η εισαγωγή ενός προϊόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες) … Dictionary of Greek